στέλλω

στέλλω
ΝΜΑ, και στέλνω και στέρνω Ν
αποστέλλω, πέμπω (α. «τού έστειλε πολλά χαιρετίσματα» β. «ἐς οἶκον σὸς λόγος στέλλει πάλιν», Αισχύλ.)
νεοελλ.
φρ. «στέλνω κάποιον στον διάβολο» — διώχνω κάποιον με άσχημο τρόπο, τόν ξαποστέλνω
νεοελλ.-αρχ.
ναυτ. (σχετικά με ιστία πλοίου) συστέλλω, μαζεύω (α. «στεῑλον!»
(ως πρόσταγμα) μάζευε!
β. «ἱστία μὲν στείλαντο», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. τοποθετώ, στήνω
2. (κατ' επέκτ.) βάζω σε τάξη, παρατάσσω («οὓς ἑτάρους στέλλοντα καὶ ὀτρύνοντα μάχεσθαι», Ομ. Ιλ.)
3. εξοπλίζω («στρατὸν κάλλιστα ἐσταλμένον», Ηρόδ.)
4. κρεμώ («στέλλειν κιθάρην», Ερμησιάν.)
5. (για οδό) οδηγώ («ἡ ὁδὸς εἰς Κόρινθον στέλλει», Λουκιαν.)
6. ανακόπτω, σταματώ
7. εμποδίζω, αναχαιτίζω
8. (σχετικά με περιβολή ανθρώπου) συμμαζεύω, ανασκουμπώνω («ἐπιστολάδην δὲ χιτῶνας ἐστάλατο», Ησίοδ.)
9. ιατρ. επιφέρω δυσκοιλιότητα
10. στέλνω και προσκαλώ («τὸν ἐργάτην πέμψον τινά στελοῡντα μηδέ τοῡτ' ἀφῇς», Σοφ.)
11. ευτρεπίζω νεκρό για ταφή
12. (με απρμφ.) παραγγέλλω σε κάποιον να κάνει κάτι
13. μτφ. αποσιωπώ, αποκρύπτω («στέλλειν τὸ συμβεβηκός», Πολύδ.)
14. (αμτβ.) αναχωρώ, φεύγω
15. (η προστ. μέσ. ενεστ.) στέλλου!
(με υβριστική σημ.) χάσου, φύγε από εδώ («στέλλου, κομίζου, σώζε τὸν παρόντα νοῡν», Αισχύλ.)
16. μέσ. στέλλομαι
α) ετοιμάζομαι («ἐστέλλετο ἀπιέναι», Ηρόδ.)
β) (με εμπρόθ. προσδ.) βαδίζω («στέλλεσθαι πρός τι», Πλάτ.)
γ) απομακρύνομαι («οὔτ' ἂν ἀπόσχοιντο ὧν ἐπιθυμέουσιν, οὔτε στείλαιντο», Ιπποκρ.)
δ) αποφεύγω
17. (το παθ.) (για φλέβα) συστέλλομαι
18. φρ. α) «στέλλω ναῡν [ή πλοῑον]» — αρματώνω πλοίο
β) «στέλλω τινὰ ἐσθῆτι [ή χιτῶνι]» — ντύνω κάποιον
γ) «λόγον στέλλομαι» — δεν μιλώ ελεύθερα, δεν λέω όλη την αλήθεια
δ) «πρόσωπον στέλλομαι» — συστέλλω το πρόσωπό μου, φαίνομαι θλιμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. στέλλω (< *στέλ-) ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *stel- «τοποθετώ, τακτοποιώ, διευθετώ» και συνδέεται με το αρμ. stetc-anem, αόρ. stetci «δημιουργώ». Η σύνδεση τού ρ. εξάλλου με τα στελεά, στελεός, στέλεχος παραμένει εξαιρετικά αμφίβολη (βλ. λ. στελεά). Προβλήματα ωστόσο γεννούν οι λεσβ. τ. που μαρτυρούνται σε επιγραφές με αρκτικό σπ- αντί στ-: σπολά = στολή, «εὔσπολον
εὐείμονα, εὐσταλέα», «σπολεῖσα
σταλεῖσα» και «σπελλάμεναι
στειλάμεναι». Η αναγωγή τών τ. αυτών σε ρίζα *skwel- «τακτοποιώ» δεν μπορεί να στηριχθεί στα δεδομένα άλλης ινδοευρωπαϊκής γλώσσας εκτός τής Ελληνικής, οπότε επικρατέστερη φαίνεται η άποψη ότι οι τ. συνδέονται με τα σπολάς, σπάλαξ (βλ. λ. σπολάδα). Το ρ. στέλλω με αρχική σημ. «τοποθετώ, τακτοποιώ, ετοιμάζω, παρατάσσω, ανυψώνω, ανορθώνω» χρησιμοποιήθηκε με ποικίλες περαιτέρω μτφ. σημ.: «πέμπω, εξοπλίζω, ανακόπτω, αναχαιτίζω, στέλνω και προσκαλώ». Η ίδια ποικιλία σημ. παρατηρείται και στα δύο βασικά παράγωγα τού ρ.: στόλος* «εξοπλισμός, προετοιμασία για πόλεμο, ταξίδι, αποστολή, στολισμός, ιματισμός» και στολή* «στρατιωτική προετοιμασία» αλλά και «ενδυμασία» (βλ. και λ. στήλη). Η σημ., τέλος, τού στόλος «έμβολο πλοίου» ίσως θα έπρεπε να οδηγήσει στη δημιουργία ξεχωριστού τ. στόλος (II) και αναγωγή του στην οικογένεια τών στελεά*, στέλεχος. Στη Νέα Ελληνική, ο τ. στέλνω με σημ. «αποστέλλω, πέμπω» έχει σχηματιστεί από τον αόρ. έστειλα κατά το σχήμα έσπειρα: σπέρνω.
ΠΑΡ. στολή, στόλος
αρχ.
στολμός.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αναστέλλω, αντιδιαστέλλω, αποστέλλω, διαστέλλω, επιστέλλω, καταστέλλω, περιστέλλω, συστέλλω, υποστέλλω
αρχ.
εκστέλλω, ενστέλλω, μεταστέλλω, παραστέλλω, προστέλλω
νεοελλ.
διαβολοστέλνω, ξαναστέλνω, ξαποστέλνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • στέλλω — make ready aor subj act 1st sg στέλλω make ready pres subj act 1st sg στέλλω make ready pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στέλλον — στέλλω make ready pres part act masc voc sg στέλλω make ready pres part act neut nom/voc/acc sg στέλλω make ready aor ind act 3rd pl (homeric ionic) στέλλω make ready aor ind act 1st sg (homeric ionic) στέλλω make ready imperf ind act 3rd pl… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στέλλεσθε — στέλλω make ready aor imperat mid 2nd pl στέλλω make ready pres imperat mp 2nd pl στέλλω make ready pres ind mp 2nd pl στέλλω make ready aor ind mid 2nd pl (homeric ionic) στέλλω make ready imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στέλλετε — στέλλω make ready aor imperat act 2nd pl στέλλω make ready pres imperat act 2nd pl στέλλω make ready pres ind act 2nd pl στέλλω make ready aor ind act 2nd pl (homeric ionic) στέλλω make ready imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στέλλῃ — στέλλω make ready aor subj mp 2nd sg στέλλω make ready aor subj act 3rd sg στέλλω make ready pres subj mp 2nd sg στέλλω make ready pres ind mp 2nd sg στέλλω make ready pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στελλομένων — στέλλω make ready aor part mid fem gen pl στέλλω make ready aor part mid masc/neut gen pl στέλλω make ready pres part mp fem gen pl στέλλω make ready pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στελλέσθων — στέλλω make ready aor imperat mid 3rd pl στέλλω make ready aor imperat mid 3rd dual στέλλω make ready pres imperat mp 3rd pl στέλλω make ready pres imperat mp 3rd dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στελλόμενον — στέλλω make ready aor part mid masc acc sg στέλλω make ready aor part mid neut nom/voc/acc sg στέλλω make ready pres part mp masc acc sg στέλλω make ready pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στελλόντων — στέλλω make ready aor part act masc/neut gen pl στέλλω make ready aor imperat act 3rd pl στέλλω make ready pres part act masc/neut gen pl στέλλω make ready pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στέλλε — στέλλω make ready aor imperat act 2nd sg στέλλω make ready pres imperat act 2nd sg στέλλω make ready aor ind act 3rd sg (homeric ionic) στέλλω make ready imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”